συνομώνυμος

συνομώνυμος
συνομώνυμος
having the same name with
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνομώνυμος — ον, Α συνώνυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμώνυμος «συνώνυμος, συνονόματος»] …   Dictionary of Greek

  • συνομώνυμον — συνομώνυμος having the same name with masc/fem acc sg συνομώνυμος having the same name with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνομώνυμε — συνομώνυμος having the same name with masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνομωνυμώ — έω, Α [συνομώνυμος] είμαι συνώνυμος …   Dictionary of Greek

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”